ἐπάνθισμα

ἐπάνθισμα
ἐπάνθισμα
efflorescence
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • επάνθισμα — το (Α ἐπάνθισμα) [επανθίζω] νεοελλ. (ορυκτ.) επάνθημα, λεπτό απόθεμα ορυκτών ουσιών πάνω στην επιφάνεια τού εδάφους αρχ. 1. αυτό που βρίσκεται πάνω πάνω σαν άνθος 2. τα φιλοδωρήματα που προσέφεραν στους ιερείς, τα «τυχερά» …   Dictionary of Greek

  • ἐπανθίσματα — ἐπάνθισμα efflorescence neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αλοσάχνη — η (Α ἁλοσάχνη Ν και αλισάχνη) νεοελλ. άχνη αλατιού, λεπτό στρώμα από αλάτι που παραμένει επάνω στο πρόσωπο ή στο έδαφος ύστερα από την εξάτμιση τού θαλασσινού νερού αρχ. ἁλὸς ἄχνη α) «ἀφρῶδες ἐπάνθισμα τῶν ἁλῶν» (δηλ. τών αλυκών) β) αφρός τής… …   Dictionary of Greek

  • επανθισμός — ἐπανθισμός, ο (Α) 1. το επάνθίσμα, αυτό που βρίσκεται στην επιφάνεια σαν άνθος 2. ονομασία μιας από τις φλέβες …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”